- σορός
- η, ΝΑ1. μνήμα, σαρκοφάγος («ὀρύσσων ἐπέτυχον σορῷ ἑπταπήχει», Ηρόδ.)2. φέρετρο, κάσα («σορὸν ὠνήσει», Αριστοφ.)νεοελλ.το σώμα τού νεκρούαρχ.1. αγγείο για εναπόθεση και φύλαξη τών λειψάνων, τών οστών τού νεκρού2. σκωπτική ονομασία γέροντα ή γριάς3. παροιμ. «τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῇ σορῷ ἔχειν» — λεγόταν για γέροντα παραλυμένο από την ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. σορός (< *τFορος, το συμφωνικό σύμπλεγμα -τF- έδωσε στην Ελληνική σ-, πρβλ. σάρξ) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer- «περιβάλλω, περικλείω, σφίγγω» και συνδέεται με αρχ. ρωσ. tvorŭ «δημιούργημα, μορφή», αρχ. σλαβ. tvoriti «δημιουργώ, φτειάχνω». Στην ίδια ρίζα ανάγονται, κατά μία άποψη, και οι λ. σειρά*, σωρός].
Dictionary of Greek. 2013.